καρό

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

το
1. τετράγωνο
2. ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε σχήμα τετραγώνου
3. η μία από τις τέσσερεις φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carreau «τετράγωνο»].