κατάβραδα
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα το βράδυ, τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βραδα (< βράδυ), πρβλ. κοντό-βραδα].