Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
v. καταναίω.
κατένασσα: αόρ. αʹ του καταναίω.
κατένασσα aor. van καταναίω.
κατένασσα: эп. aor. к καταναίω.