κατένασσα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

French (Bailly abrégé)

v. καταναίω.

Greek Monotonic

κατένασσα: αόρ. αʹ του καταναίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατένασσα aor. van καταναίω.

Russian (Dvoretsky)

κατένασσα: эп. aor. к καταναίω.