καταγελάσιμος

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελάσιμος Medium diacritics: καταγελάσιμος Low diacritics: καταγελάσιμος Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katagelásimos Transliteration B: katagelasimos Transliteration C: katagelasimos Beta Code: katagela/simos

English (LSJ)

καταγελάσιμον, ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut.Stich.631.

German (Pape)

[Seite 1341] ganz lächerkkch, Plaut. Stich. 4, 2, 50.

Russian (Dvoretsky)

καταγελάσῐμος: (λᾰ) смехотворный, уморительный (nunc ego nolo ex Gelasimo mihi fieri te Catagelasimum Plautus Stich. 630).

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάσιμος: -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, ὅπερ ἦν ὄνομα παρασίτου.

Greek Monolingual

καταγελάσιμος, -ον (Α) καταγέλασις
ο άξιος χλευασμού.