καταδεῶς

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière tout à fait incomplète ou insuffisante;
Cp. καταδεεστέρως ou καταδεέστερον.
Étymologie: καταδεής.

Russian (Dvoretsky)

καταδεῶς: adv., положит. степень к compar. καταδεεστέρως (см.).