Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
-η, -ο(επιτ. του καθαρός)1. πολύ καθαρός («κατακάθαρα ρούχα»)2. αίθριος, διαυγής (α. «κατακάθαρος ουρανός» β. «κατακάθαρο νερό»).