κατακάθαρος

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

-η, -ο
(επιτ. του καθαρός)
1. πολύ καθαρός («κατακάθαρα ρούχα»)
2. αίθριος, διαυγής (α. «κατακάθαρος ουρανός» β. «κατακάθαρο νερό»).