κατακαλώ

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

κατακαλῶ, -έω (Α)
1. προσκαλώ
2. ανακαλώ
3. κάνω έκκληση
4. παθ. κατακαλοῦμαι, -έομαι
επικαλούμαι τους θεούς.