οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
κατακαλῶ, -έω (Α)1. προσκαλώ2. ανακαλώ3. κάνω έκκληση4. παθ. κατακαλοῦμαι, -έομαιεπικαλούμαι τους θεούς.