κατακτάς

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακτάς Medium diacritics: κατακτάς Low diacritics: κατακτάς Capitals: ΚΑΤΑΚΤΑΣ
Transliteration A: kataktás Transliteration B: kataktas Transliteration C: kataktas Beta Code: katakta/s

English (LSJ)

κατακτάμενος, v. κατακτείνω.

German (Pape)

s. κατακτείνω.

Russian (Dvoretsky)

κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.

Greek Monotonic

κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.