κατακύρωση

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

η
1. η πράξη με την οποία επικυρώνεται ή επιβεβαιώνεται κάτι
2. η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος με διοικητική ή δικαστική απόφαση, η οποία αναπληρώνει τη θέληση του ιδιοκτήτη
3. η επίσημη αναγνώριση ότι κάτι ανήκει σε κάποιον
4. (σε δημοπρασία) η κήρυξη ως οριστικής της κατοχής ενός πράγματος, η απόδοση κυριότητας σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύρωσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].