καταναλωτικός
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταναλωτικός, -ή, -όν) καταναλίσκω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατανάλωση ή γίνεται για κατανάλωση και εξαρτάται από αυτήν (α. «καταναλωτικά αγαθά» β. «καταναλωτικοί συνεταιρισμοί»)
νεοελλ.
φρ. α) «καταναλωτικό κοινό» — το σύνολο τών καταναλωτών, τών αγοραστών
β) «καταναλωτική κοινωνία» — η κοινωνία την οποία χαρακτηρίζει η κατανάλωση όσο το δυνατόν περισσότερων υλικών αγαθών κυρίως για ικανοποίηση αναγκών που δεν είναι ουσιαστικές αλλά δημιουργούνται από το ίδιο το κύκλωμα κατανάλωσης.