καταπληγώνω

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

καταπληγώνω)
(επιτ. τ. του πληγώνω)
1. (κυριολ. και μτφ.) προξενώ σε κάποιον πολλές πληγές, κατατραυματίζω κάποιον, τον γεμίζω πληγές
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπληγωμένος, -η, -ο(ν)
γεμάτος από πληγές, κατατραυματισμένος.