καταργώ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
(I)
(AM καταργῶ, -έω)
συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα της φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ καταργήσει», ΚΔ)
αρχ.
1. δυσχεραίνω μια εργασία
2. είμαι οκνηρός
3. κάνω κάτι χωρίς αποτέλεσμα, δεν τελεσφορώ («νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως», ΚΔ)
4. αφορίζω, αναθεματίζω
5. περιφρονώ κάποιον ή κάτι
6. φρ. «κατηργηκέναι τοὺς καιρούς» — να μη χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀργῶ < ἀργός (ΙΙ)].
(II)
καταργῶ και κατεργῶ (Μ)
αναθεματίζω, καταριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταριέμαι (το ημίφωνο του οποίου εξελήφθη ως ουρανικό -γ-), κατά το σχήμα εξομολογιέμαι: εξομολογώ].