κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)αρνούμαι σταθερά, επιμένω στην άρνηση μου («φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε;» Σοφ.).