ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Full diacritics: κατασχόμενος | Medium diacritics: κατασχόμενος | Low diacritics: κατασχόμενος | Capitals: ΚΑΤΑΣΧΟΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: kataschómenos | Transliteration B: kataschomenos | Transliteration C: kataschomenos | Beta Code: katasxo/menos |
aor. part. Med. used in pass. sense, v. κατέχω C.11.
κατασχόμενος: μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατέχω Γ. ΙΙ.
κατασχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ II.