κατατρυπώ

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

(AM κατατρυπῶ, -άω)
(επιτ. τ. του τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώ
νεοελλ.
(αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε»).