κατατρωματίζω
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
Ion. for κατατραυμ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κατατραυματίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.
German (Pape)
ion. = κατατραυματίζω.
Russian (Dvoretsky)
κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.
Greek Monotonic
κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.