καταχείριος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχείριος Medium diacritics: καταχείριος Low diacritics: καταχείριος Capitals: ΚΑΤΑΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: katacheírios Transliteration B: katacheirios Transliteration C: katacheirios Beta Code: kataxei/rios

English (LSJ)

καταχείριον, fitting the hand, ἐρετμός A.R.1.1189.

Greek (Liddell-Scott)

καταχείριος: -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.

Greek Monolingual

καταχείριος, -ον (Α)
ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].

German (Pape)

in die Hand passend, nach der Hand, ἐρετμός Ap.Rh. 1.1189.