κατευοδώνω

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, -όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω)
κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο
νεοελλ.-μσν.
1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω, προπέμπω
2. κατορθώνω, πραγματοποιώ, καταφέρνω κάτι
μσν.
μέσ. κατευοδώνομαι
κάνω καλό, ασφαλές ταξίδι, φθάνω με το καλό
μσν.-αρχ.
1. προξενώ ευτυχία
2. (για τον θεό) οδηγώ κάποιον σε επιτυχία, ευνοώ, βοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐοδῶ / εὐοδώνω].