κατηναγκασμένως

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηναγκασμένως Medium diacritics: κατηναγκασμένως Low diacritics: κατηναγκασμένως Capitals: ΚΑΤΗΝΑΓΚΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēnankasménōs Transliteration B: katēnankasmenōs Transliteration C: katinagkasmenos Beta Code: kathnagkasme/nws

English (LSJ)

Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω) of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.

German (Pape)

[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατηναγκασμένως: adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.

Greek Monolingual

κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].