κατοίσω

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

French (Bailly abrégé)

v. καταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

κατοίσω: и κατοίσομαι fut. к καταφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοίσω fut. van καταφέρω.