κατοδύρομαι

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοδύρομαι Medium diacritics: κατοδύρομαι Low diacritics: κατοδύρομαι Capitals: ΚΑΤΟΔΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: katodýromai Transliteration B: katodyromai Transliteration C: katodyromai Beta Code: katodu/romai

English (LSJ)

[ῡ], deplore, τὸ ζῆν Pl.Ax.367d; τὴν ἑαυτοῦ τύχην D.S.13.58; ταυτὶ -όμενος X.Eph.5.1, cf. Parth.26.4:—Pass., to be mourned, Arch.Pap.1.220 (Ptol.).

German (Pape)

[Seite 1402] med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-οδύρομαι hevig bejammeren.

Russian (Dvoretsky)

κατοδύρομαι: (ῡ)
1 горько жаловаться, скорбеть (περί τινος Diod.);
2 оплакивать (τὸ ζῆν Plat.; τὴν τύχην Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατοδύρομαι: ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.

Greek Monolingual

κατοδύρομαι (Α)
1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.)
2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀδύρομαι «θρηνώ»].