κατράνι
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
το
κατράμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ' άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι].