κατράνι

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

το
κατράμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ' άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι].