κατσαρώνω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

κατσαρός
1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της»)
2. γίνομαι σγουρός
3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς.