κατσούφης

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και -ισσα
δύσθυμος, σκυθρωπός, άκεφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά].