δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
-α, -ικο, θηλ. και -ισσαδύσθυμος, σκυθρωπός, άκεφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά].