καυστικότητα

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του καυστικού, η ιδιότητα που έχει κάτι να προκαλεί κάψιμο
2. μτφ. δριμύ ύφος, οξύτητα, δηκτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. καυστικότης, μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Μ. Ηλιάδη].