καυτερός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-η, -ό καυτός
1. αυτός που καίει, πολύ θερμός, ζεματιστός, καυστικός
2. μτφ. τσουχτερός, δριμύς
3. το ουδ. ως ουσ. το καυτερό
ειδικό εργαλείο που χρησιμεύει για το ψάρεμα τών καλαμαριών.
-η, -ό καυτός
1. αυτός που καίει, πολύ θερμός, ζεματιστός, καυστικός
2. μτφ. τσουχτερός, δριμύς
3. το ουδ. ως ουσ. το καυτερό
ειδικό εργαλείο που χρησιμεύει για το ψάρεμα τών καλαμαριών.