καχρυοφόρος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
καχρυοφόρον, bearing winter-buds, Thphr. HP 3.5.6.
Greek (Liddell-Scott)
καχρυοφόρος: -ον, φέρων κάχρυς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 6, κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ καχρυφόρος, ὅπερ ἐν χρήσει παρὰ Νικ. Θηρ. 850 χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monolingual
καχρυοφόρος και καχρυφόρος -ον (Α)
αυτός που παράγει κάχρυς, καρπούς με σκληρά εξωτερικά περιβλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, -υος + -φόρος (< φέρω)].