καχρυφόρος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
καχρυφόρον, bearing κάχρυ, Nic.Th.850. καχρύω, fut. -ύσω· συγχεῶ, ταράξω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1409] = καγχρυφόρος, Frucht- od. Blütenähren tragend; Nic. Ther. 850; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καχρῠφόρος: -ον, ἴδε ἐκ λέξ. καχρυοφόρος.
Greek Monolingual
καχρυφόρος, -ον (Α)
βλ. καχρυοφόρος.