καχρυοφόρος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρῠοφόρος Medium diacritics: καχρυοφόρος Low diacritics: καχρυοφόρος Capitals: ΚΑΧΡΥΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kachryophóros Transliteration B: kachryophoros Transliteration C: kachryoforos Beta Code: kaxruofo/ros

English (LSJ)

καχρυοφόρον, bearing winter-buds, Thphr. HP 3.5.6.

Greek (Liddell-Scott)

καχρυοφόρος: -ον, φέρων κάχρυς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 6, κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ καχρυφόρος, ὅπερ ἐν χρήσει παρὰ Νικ. Θηρ. 850 χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

καχρυοφόρος και καχρυφόρος -ον (Α)
αυτός που παράγει κάχρυς, καρπούς με σκληρά εξωτερικά περιβλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, -υος + -φόρος (< φέρω)].