καϊμάκι

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

το
1. λεπτό πηχτό σώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, ανθόγαλα, αφρόγαλα, κρέμα
2. το πυκνό αφρώδες επίστρωμα που σχηματίζεται κατά το βράσιμο του ελληνικού καφέ
3. μτφ. το καλύτερο μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός, το άνθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaymak].