καύκαλο

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον)
νεοελλ.
το όστρακο της χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι
νεοελλ.-μσν.
κεφάλι, κρανίο
μσν.
1. το άτομο
2. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού
3. το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού
αρχ.
μέρος στρατιωτικού αρβύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα + κατάλ. -αλον (πρβλ. κρόταλον, πέταλον)].