κεδρόω
From LSJ
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
English (LSJ)
embalm with κεδρία, Posidon. ap. Str.4.4.5, D.S.5.29.
German (Pape)
[Seite 1411] mit Cederöl bestreichen, einbalsamiren; Posidon. bei Strab. IV, 198; D. Sic. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρόω: «βαλσαμώνω», ταριχεύω μὲ κεδρίαν, Ποσειδών. παρὰ Στράβ. 198, Διόδ. 5. 29· καὶ κεδρίαν ξηραίνειν τε καὶ ἄσηπτα διαφυλάττειν τὰ τεθνεῶτα σώματα Γαλην.
Russian (Dvoretsky)
κεδρόω: бальзамировать кедровым маслом (κεφαλήν τινος Diod.).