Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
κενοπονῶ, -έω (Α)κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -πονῶ (< -πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιοπονώ, φιλοπονώ].