κενοπονώ

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

κενοπονῶ, -έω (Α)
κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -πονῶ (< -πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιοπονώ, φιλοπονώ].