κενοφρόνημα
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek (Liddell-Scott)
κενοφρόνημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
κενοφρόνημα, τὸ (Α)
κενοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + φρόνημα (< φρονῶ)].
German (Pape)
τό, = κενοφροσύνη, Sp.