κερασιά
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
και κερασία και κερασέα, η (ΑΜ κερασία, Μ και κερασέα)
οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κέρασος, που έδωσε αρχικά κερασ-έα (κατά τα μηλ-έα, πτελ-έα) και κατόπιν με μετάθεση του τόνου και συνίζηση κερασιά].