κεραστίς
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
-ίδος, horned, of Io, A. Pr. 674. as substantive, horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th. 258, LXX Pr. 23.32, DS. 3.50, Ael. NA 1.57.
German (Pape)
[Seite 1422] ίδος, ἡ, fem. zu κεραστής, Arcad. p. 35, 19.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστίς: -ίδος, ἡ, ἴδε κεράστης.
Greek Monolingual
κεραστίς, -ίδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κεραστής) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραστίς -ίδος [κεράστης] gehoornd.