κεραυνοβλής

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβλής Medium diacritics: κεραυνοβλής Low diacritics: κεραυνοβλής Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΛΗΣ
Transliteration A: keraunoblḗs Transliteration B: keraunoblēs Transliteration C: keravnovlis Beta Code: keraunoblh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, = κεραυνόβλητος (struck by lightning), Thphr. HP 3.8.5, Tz. H. 4.267.

German (Pape)

[Seite 1422] ῆτος, vom Donnerkeil getroffen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβλής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ βληθείς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5.

Greek Monolingual

κεραυνοβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
κεραυνόβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ-βλής, λιθο-βλής.