τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τοκεφαλόδεμα, αραχνοΰφαντο κάλυμμα του κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πάνι (< πανί), πρβλ. στηθοπάνι, τυφλοπάνι].