κεφαλορθωτήρας

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

ο
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»].