κεφαλόρριζος
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
English (LSJ)
κεφαλόρριζον, with a bulbous root, Thphr. HP 1.14.2.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλόρριζος: -ον, ἔχων βολβώδη ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14. 2.
Greek Monolingual
κεφαλόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκόρριζος, φλοιόρριζος].