κηδεμονικῶς

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

French (Bailly abrégé)

adv.
avec sollicitude.
Étymologie: κηδεμονικός.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικῶς: заботливо (ἔχειν πρός τινα Polyb.; πεποιηκέναι τι Luc.).