κηλήνη

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήνη Medium diacritics: κηλήνη Low diacritics: κηλήνη Capitals: ΚΗΛΗΝΗ
Transliteration A: kēlḗnē Transliteration B: kēlēnē Transliteration C: kilini Beta Code: khlh/nh

English (LSJ)

μέλαινα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήνη: «μέλαινα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κηλήνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς και εμφανίζει επίθημα -ήνη (πρβλ. κεβλήνη)].