κηληδών

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 1431] όνος, ἡ, ein durch süßen Gesang bezauberndes, mythisches Wesen, bei Pind. frg. 25 im plur. κηληδόνες, s. Ath. VII, 290 e.

English (Slater)

κηληδών (ἡ) charmer χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (= ἴυγγες v. 62: of the decoration of the third temple of Apollo at Delphi, cf. vv. 75—8; Athenaeus 290E, τῶν παρὰ Πινδάρῳ Κηληδόνων, αἳ τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι) (Pae. 8.71)

Russian (Dvoretsky)

κηληδών: όνος ἡ обольстительница, чаровница Pind.