κητοφόντης
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
Greek (Liddell-Scott)
κητοφόντης: -ου, ὁ, = κητοφόνος, Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
κητοφόντης, ὁ (Μ)
κητοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρειφόντης, Αργεϊφόντης)].