Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονόκρανο

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. βούκρανον].

Translations

capital

ar: تاج العمود; ast: capitel; az: kapitel; be_x_old: капітэль; be: капітэль; bg: капител; bh: थम माथा; bs: kapitel; ca: capitell; cs: hlavice; da: kapitæl; de: Kapitell; el: κιονόκρανο, ακροκιόνιο; grc: κιονόκρανον, κιόκρανον, ἀκροκιόνιον, ἐπίκρανον; en: capital, column capital, chapiter, uppermost part of a column, topmost member of a column; eo: kapitelo; es: capitel; et: kapiteel; eu: kapitel; fa: سرستون; fi: kapiteeli; fr: chapiteau; gl: capitel; he: כותרת; hi: स्तम्भ-शीर्ष; hr: kapitel; hu: oszlopfő; hy: խոյակ; id: kapital; io: kapitelo; it: capitello; ja: 柱頭; ka: კაპიტელი; kk: капител; kn: ಬೋದಿಗೆ; ko: 주두; ky: капитель; li: kapiteel; lt: kapitelis; lv: kapitelis; mk: капител; nl: kapiteel; no: kapitél; oc: capitèl; pl: kapitel; pt: capitel; ro: capitel; ru: капитель; sh: kapitel; sk: hlavica; sl: kapitel; sr: капител; sv: kapitäl; ta: போதிகை; tr: sütun başlığı; uk: капітель; uz: kapitel; vls: kapitêel; wuu: 柱头(建筑); zh: 柱头