κλαψοπούλι

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

το
η κουκουβάγια ή, κατ' άλλους, ο γκιόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο- (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ-ω) + -πούλι (< πουλί), πρβλ. θαλασσοπούλι, νυχτοπούλι].