κλείστρο
From LSJ
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
Greek Monolingual
το (Α κλεῖστρον, δωρ. τ. κλάϊστρον και κλᾴσθρον)
κλείω (Ι)]
νεοελλ.
1. στρ. μεταλλικό εξάρτημα που προσαρμόζεται στο οπίσθιο άκρο του σωλήνα τών οπισθογεμών όπλων
2. ζωολ. όργανο-τμήμα τών μαλακίων του γένους clausilia
3. φρ. (φωτογρ.) «φωτογραφικό κλείστρο» — εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής το οποίο μπορεί να ανοίγει και να εκθέτει το φιλμ στο εισερχόμενο φως για ορισμένο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. το κλείθρο, η κλειδαριά
2. μοχλός για κλείδωμα, σύρτης, αμπάρα («κλῶπές τινες ἀνασπάσαντες τὸ κλεῖστρον ἐκφέρουσιν ἅπαντα», Λουκιαν.)
3. (και μτφ. για τα βλέφαρα) («γλεφάρων ἁδὺ κλάϊστρον», Πίνδ.).