κλειδοφορία
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, v. sub κλειδοφορέω.
Greek Monolingual
κλειδοφορία, ἡ (Α) κλειδοφορώ
το να είναι κάποιος κλειδοφόρος, το αξίωμα του κλειδοφόρου.