κλεπτομανία

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

η
(ψυχιατρ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την εκτέλεση κλοπών κατ' επανάληψη συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική τάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomanie < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -manie (πρβλ. -μανία < μανία < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα].