κλεῖτος
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
εος, τό, poet. for κλέος, Alcm. 96, cf. Hsch. s.v. κλειτή ; κλῆτος, Suid.
German (Pape)
[Seite 1448] τό, Ruhm, Alcm. fr. 85 Bergk.
Greek (Liddell-Scott)
κλεῖτος: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλέος, Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.
Greek Monolingual
(I)
κλεῖτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)]
(στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.
(II)
κλεῖτος, και κλίτος, τὸ (Α)
στον πληθ. κλείτεα
κλειτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].